- πολυγλώσσου
- πολύγλωσσοςmanytonguedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύγλωσσος — η, ο, Ν ΜΑ, πολύγλωσσος και πολύγλωττος, ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γλώσσες 2. αυτός που ξέρει και χρησιμοποιεί πολλές γλώσσες ή διαλέκτους νεοελλ. 1. αυτός που έχει γραφεί σε πολλές γλώσσες («πολύγλωσση επιγραφή») 2. αυτός που αποδίδει, που … Dictionary of Greek
Δούκας, Δημήτριος — (Χάνδακας, Κρήτη 1480 – Ρώμη 1527;). Λόγιος και εκδότης. Υπήρξε πρωτεργάτης της αναγέννησης των κλασικών σπουδών στην Ισπανία. Για τα νεανικά χρόνια και τις σπουδές του δεν υπάρχει σχεδόν κανένα στοιχείο. To 1508 9 αναφέρεται ως στενός συνεργάτης … Dictionary of Greek
Καλεπίνο, Αμπρόζιο — (Ambrogio Calepino, 1435 – 1511). Ιταλός λεξικογράφος. Έγινε σε νεαρή ηλικία μέλος του τάγματος των Αυγουστίνων και αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη σύνταξη ενός μνημειώδους πολύγλωσσου λεξικού, που πρωτοεκδόθηκε στη λατινική γλώσσα… … Dictionary of Greek